Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ογκογονικός, -ή, -ό

     [ονκοτζένικ]    
oncogenic

     [ogkoγoniko΄s, -i΄, -o΄]    

Ερμηνεία:

 Αυτός που προκαλεί ή προέρχεται ή πηγάζει από όγκο ή όγκου.  



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ογκολογία: